-
1 δια-σφάλλω
δια-σφάλλω, verstärktes simplex; τὴν τέχνην Luc. Abdic. 17; διασφαλῆναι τῆς συμμαχίας Aesch. 3, 91; vgl. 2, 35; τῆς ἀληϑείας D. Sic. 20, 10.
-
2 διασφαλλω
1) опрокидывать, разрушать(τέν τέχνην Luc.)
2) сбивать с путиδιασφαλῆναι τῆς πρός τινα συμμαχίας Aeschin. — лишиться союза с кем-л.:
διασφαλῆναι τῆς ἀληθείας Diod. — уклониться от истины, ошибиться